- ἄκοτος
- ᾰκοτος1 free from anger
πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα Pae. 1.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα Pae. 1.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
άκοτος — ἄκοτος, ον (Α) [κότος] ο απαλλαγμένος από οργή, εύθυμος, χαρούμενος … Dictionary of Greek
ἄκοτον — ἄκοτος free from anger masc/fem acc sg ἄκοτος free from anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek